ὡραίους

ὡραίους
ὡραί̱ους , ὡραῖος
produced at the right season
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγλαόκαρπος — ἀγλαόκαρπος, ον (Α) 1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς 2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών 3. ως επίθ. τής Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς τής γης. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀγλαός + καρπός] …   Dictionary of Greek

  • εύπηχυς — εὔπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που τα χέρια του έχουν ωραίους πήχεις, ωραίους βραχίονες 2. επίθ. τής Αθηνάς («εὔπηχυν Ἀθήνην», Ριαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήχυς «βραχίονας»] …   Dictionary of Greek

  • εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… …   Dictionary of Greek

  • καλλίκαρπος — (Callicarpa). Δέντρο ή θάμνος της οικογένειας των βερβερινιδών που ευδοκιμεί στην Ασία, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και καλλίκαρπο. Περιλαμβάνει 35 είδη –πολλά από τα οποία καλλιεργούνται σε ευρωπαϊκά θερμοκήπια– με φυλλοβόλα φυτά …   Dictionary of Greek

  • καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… …   Dictionary of Greek

  • COMA Hyacinthina — apud Poetas frequens. Sic apud Longum, ubi describitur forma decusque Daphnidis, Coma ei adscribitur, hyacinthino flori similis, Ο῾ρᾷς ὡς ὑακίνθῳ μέν τὴν κόμην ὁμοίαν ἔχει; imitatione scil. Homeri, qui, ut Ulysses Nausicaae gratior esset, ait… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγλαόκουρος — ἀγλαόκουρος, ον (Α) λέγεται για την πόλη που έχει πολλούς και ωραίους νέους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῦρος] …   Dictionary of Greek

  • αγλαόπηχυς — ἀγλαόπηχυς ( εος), υ (Α) αυτός που έχει ωραίους βραχίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + πῆχυς] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …   Dictionary of Greek

  • εΰκρημνος — ἐΰκρημνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους, μεγαλοπρεπείς γκρεμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κρημνός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”